περίειμι

περίειμι
(I)
ΜΑ
επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» — προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ.
β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.)
2. υπερέχω, είμαι υπέρτερος από άλλον («περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε», Ομ. Οδ.)
3. διασώζομαι, γλυτώνω («τὸν ἄνδρα καὶ τὰ τέκνα ἐγκαταλιποῡσα τὸν ἀδελφεὸν εἵλευ περιεῑναί τοι», Ηρόδ.)
4. υπολείπομαι, απομένω («ἐς Ἀθήνας ἀναχωροῡσι τῷ περιόντι τοῡ στρατοῡ», Θουκ.)
5. υπάρχω, υφίσταμαι (α. «ταῡτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦ περιεόντα», Ηρόδ.
β. «τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως», Δημοσθ.)
6. μένω ως αποτέλεσμα, υπολείπομαι, απομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + εἰμί «είμαι»].
————————
(II)
Α
1. περιέρχομαι, πηγαίνω γύρω από κάτι («περιιέναι κατὰ νώτου αὐτοῑς» — να τούς κυκλώσουν και να επιτεθούν από τα νώτα, Θουκ.)
2. περιέρχομαι, τριγυρνώ εδώ κι εκεί («βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι», Δημοσθ.)
3. επιθεωρώ («περιιόντος τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακάς», Αριστοφ.)
4. περιηγούμαι («τήν Ἑλλάδα περιῄει», Ξεν.)
5. περιέρχομαι σε κάποιον κατά σειρά ή κατά διαδοχή («ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε», Ηρόδ.)
6. (για χρονικές περιόδους) επανέρχομαι κανονικά (α. «περιιόντι τῷ θέρει», Θουκ.
β. «περιιόντι δὲ τῷ ἐνιαυτῷ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + εἶμι «έρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίειμι — περΐειμι , περίειμι 1 to be around pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόν — περίειμι 1 to be around pres part act masc voc sg (doric) περίειμι 1 to be around pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) περϊόν , περίειμι 1 to be around pres part act masc voc sg περϊόν , περίειμι 1 to be around pres part act neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόντα — περίειμι 1 to be around pres part act masc acc sg (doric) περίειμι 1 to be around pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) περϊόντα , περίειμι 1 to be around pres part act masc acc sg περϊόντα , περίειμι 1 to be around pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσῶν — περίειμι 1 to be around pres part act fem gen pl (doric) περϊουσῶν , περίειμι 1 to be around pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοῦσα — περίειμι 1 to be around pres part act fem nom/voc sg (doric) περϊοῦσα , περίειμι 1 to be around pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοῦσαι — περίειμι 1 to be around pres part act fem nom/voc pl (doric) περϊοῦσαι , περίειμι 1 to be around pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοῦσαν — περίειμι 1 to be around pres part act fem acc sg (doric) περϊοῦσαν , περίειμι 1 to be around pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοῦσι — περίειμι 1 to be around pres part act masc/neut dat pl (doric) περϊοῦσι , περίειμι 1 to be around pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοῦσιν — περίειμι 1 to be around pres part act masc/neut dat pl (doric) περϊοῦσιν , περίειμι 1 to be around pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιούσαις — περίειμι 1 to be around pres part act fem dat pl (doric) περϊούσαις , περίειμι 1 to be around pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”